- σφάκτρον
- σφάκτρονtax paid for victimsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφάκτρον — τὸ, Α φόρος που πλήρωναν οι θύτες («τὸ σφάκτρον τέλους ὄνομα ἦν ἐπὶ τοῡ καταβαλλομένου ὑπὲρ τῶν θυομένων οὕτως ἐπονομασθέν», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. σφάζω + επίθημα τρον (πρβλ. πλῆκ τρον)] … Dictionary of Greek